- αλμοδοχείο
- τοδοχείο (βαρέλι, πιθάρι, τσουκάλι κ.λπ.) που περιέχει άλμη·[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλμη + δοχείο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλμη — η (Α ἅλμη) (νεοελλ. και άρμη) 1. το θαλασσινό νερό, και ιδιαίτερα το νερό τής αλυκής, που έχει υποστεί μερική εξάτμιση 2. λεπτό στρώμα αλατιού που απομένει στο σώμα ή το έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού 3. νερό μέσα στο οποίο… … Dictionary of Greek